κιλοβατώρα

κιλοβατώρα
η
μονάδα έργου ή ενέργειας που ισοδυναμεί με το έργο το οποίο εκτελείται σε χρόνο μιας ώρας από μια μηχανή η ισχύς τής οποίας είναι ίση με 1 κιλοβάτ (σύμβ. kWh).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το α' και γ' συνθετικό, πρβλ. αγγλ. kilowatt-hour < kilowatt + hour < αρχ. γαλλ. ore < νεολατ. hora < λατ. hora < ὥρα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κιλο- — α συνθετικό διαφόρων μετρητικών μονάδων οι οποίες αποτελούνται από χίλιες μονάδες κατώτερης τάξης. ΣΥΝΘ. κιλοβάτ, κιλοβατώρα, κιλοβολταμπέρ, κιλοβολταμπερώριο, κιλοπόντ, κιλοποντόμετρο, κιλοτζάουλ, κιλοτόννος, κιλοχέρτς …   Dictionary of Greek

  • κιλοβατώριο — Μονάδα έργου ή ενέργειας, που εκφράζει το έργο το οποίο παράγει μια μηχανή με ισχύ ένα κιλοβάτ, όταν εργαστεί επί μία ώρα. Η μονάδα αυτή προκύπτει από την εφαρμογή του τύπου A = N · t, όπου Α το έργο, Ν η ισχύς και t ο χρόνος. Το κ. ονομάζεται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”