- κιλοβατώρα
- ημονάδα έργου ή ενέργειας που ισοδυναμεί με το έργο το οποίο εκτελείται σε χρόνο μιας ώρας από μια μηχανή η ισχύς τής οποίας είναι ίση με 1 κιλοβάτ (σύμβ. kWh).[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το α' και γ' συνθετικό, πρβλ. αγγλ. kilowatt-hour < kilowatt + hour < αρχ. γαλλ. ore < νεολατ. hora < λατ. hora < ὥρα].
Dictionary of Greek. 2013.